σουρτάρι

σουρτάρι
τό
1) см. συρτάρι; 2) нож

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σουρτάρι" в других словарях:

  • σουρτάρι — το, Ν βλ. συρτάρι …   Dictionary of Greek

  • συρτάρι — και σουρτάρι, το, Ν 1. ορθογώνια ή τετράγωνη θήκη που μπαίνει σε ειδική υποδοχή σε τραπέζι ή σε άλλο έπιπλο, την οποία μπορεί κάποιος να σύρει προς τα έξω και να επαναφέρει στη θέση της με ευχέρεια και η οποία χρησιμεύει για φύλαξη διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • συρτάρι — συρτάρι, το και σουρτάρι, το θήκη σε έπιπλο που σύρεται προς τα έξω και επαναφέρεται στη θέση του: Έβγαλε ένα φάκελο από το συρτάρι του γραφείου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»